Πανηγύρι Ακρινού, Λόφτσα
Οι Ταξιάρχες του Ακρινού, με διαστάσεις 26χ18μ, κτίστηκαν το 1848, ενώ το τετράπλευρο κωδωνοστάσιο τους το 1884. Η αρχιτεκτονική του ναού είναι ίδια με τους Ταξιάρχες του Γρανίτη και μιας ομώνυμης εκκλησίας (των Ταξιαρχών) στην περιοχή του Γκότσε Ντέλτσεφ.
Η πανέμορφη Εκκλησία βρισκόταν στο κέντρο του Οικισμού Ακρινό ή Λόφτσα (μέχρι το 1928). Τόσο ο πλούτος του ναού, όσο και τα απομεινάρια των ερειπίων παραπέμπουν σε χρόνους έντονης ζωής. Στην περιοχή γύρω από το χωριό υπάρχουν υπολείμματα αρχαίων οικισμών, καθώς και ένας παλιός ρωμαϊκός δρόμος. Το χωριό βρισκόταν στους πρόποδες του Όρβηλου.
Το Ακρινό βρέθηκε κυριολεκτικά επάνω στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα (1913).
Η Λόφτσα ήταν κοινότητα Ελληνική, ανήκε στην επισκοπή Μελενίκου και οι κάτοικοί της ήταν Χριστιανοί σλαβόφωνοι. Ήταν ένα από τα πιο ανεπτυγμένα σιδεροχώρια της περιοχής. Οι κάτοικοί της ήταν ειδικευμένοι στην κατασκευή πεταλοειδών σφηνών και η φήμη τους έφτανε μέχρι και την Θεσσαλονίκη.
Mέχρι το 1919 (Συνθήκη Νεϊγύ), το χωριό κατοικούνταν από χίλιους και πλέον ντόπιους κατοίκους. Σταδιακά ο πληθυσμός, ο οποίος ήταν στην πλειοψηφία του Εξαρχικός άρχισε να αποσύρετε προς την Βουλγαρία. Το κενό της αποχώρησης των ντόπιων Εξαρχικών κατοίκων, κάλυψαν 60 περίπου οικογένειες προσφύγων. Έτσι, στην απογραφή του 1928 το Ακρινό φέρεται να έχει 214 κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 1940 μόλις 80 κατοίκους. Το χωριό ερημώθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Σε άγνωστη πηγή, αναφέρεται ότι, το 1885 στη Λόφτσα λειτουργούσε ελληνικό σχολείο, το οποίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση, παρά τις ελλείψεις δασκάλων και εποπτικών μέσων.
Η Εκκλησία γιορτάζει μεγαλόπρεπα το διήμερο 7 και 8 Νοε με κοσμοσυρροή πιστών. Η λειτουργία του πανηγυριού διακόπηκε τη δεκαετία του ’40 και αναβίωσε το 1978 με την αναστήλωση του Ναού από τους πρόσφυγες Πόντιους, των διπλανών χωριών.
Την ημέρα του πανηγυριού τα σύνορα Βουλγαρίας-Ελλάδας στο σημείο αυτό άνοιγαν άτυπα για μια ημέρα, ώστε οι Βούλγαροι πρώην κάτοικοι του χωριού να μπορούν να συμμετάσχουν στο πανηγύρι, περνώντας πεζοί τα σύνορα. Στο πανηγύρι συναντιόσουσαν συγγενείς από τις δύο πλευρές των συνόρων, πανηγυρίζοντας την ανανέωση των μεταξύ τους δεσμών και των δεσμών τους με τον τόπο. Οι περισσότεροι Βούλγαροι προσκυνητές προσέρχονται από το πολύ κοντινό στο σύνορο χωριό Nova Lovtsche, δηλαδή Νέα Λόφτσα». Είναι η στιγμή που όπως αναφέρει η Λεβίδη: « τα φαντάσματα συναντώνται με τους απογόνους τους».
Το πανηγύρι επισκέπτονται επίσης χιλιάδες πιστοί με όλα τα μέσα, από όλη την Β. Ελλάδα, πρόκειται για τον πιο έντονο θρησκευτικό τουριστικό προορισμό της περιοχής του οροπεδίου Νευροκοπίου.
Από το 2006, λίγο πριν την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απαγορεύθηκε η πεζή διέλευση των συνόρων. Έκτοτε οι Βούλγαροι πρέπει να διανύσουν μια μεγάλη απόσταση για να εισέλθουν στη χώρα από την επίσημη είσοδο Ίλλιντεν-Εξοχής και από κει στο Ακρινό.
Τα παραδοσιακά όργανα και οι μουσικές των ντόπιων κατοίκων αντικαταστάθηκαν από την ποντιακή λίρα, αφού στην περιοχή κυριαρχεί το ποντιακό στοιχείο.
Στους Ταξιάρχες του Ακρινού σώζονται πολλές τοιχογραφίες, που εικονίζουν πρόσωπα της Π. Διαθήκης, παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, την Κοίμηση της Θεοτόκου, το Χριστό ένθρονο, την Υπαπαντή του Χριστού, τον Άγιο Νικόλαο τον Παλαμά, τη φιλοξενία του Αβραάμ, τον Άγιο Στέφανο τον Πρωτομάρτυρα, την Αποκαθήλωση, τη Βάπτιση, τον Άγιο Συμεών, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, κ ά. Στο τύμπανο της κύριας εισόδου που φέρει τη σύναξη των Ταξιαρχών και των Ασωμάτων Δυνάμεων αναφέρεται η χρονολογία 1877.
Οι εκδηλώσεις αυτές πέραν του θρησκευτικού τους χαρακτήρα, μπορούν να αποτελέσουν και υπενθύμιση των επιβαλλόμενων εθνικιστικών και θρησκευτικών διαφορών που επικράτησαν στην περιοχή, για την εξυπηρέτηση του παγκόσμιου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.