Τα Mάρμαρα του Παρθενώνα και η συμμετοχή του Λυκείου Νευροκοπίου στην εκστρατεία για την επιστροφή τους. Συγχαρητήρια στους μαθητές & στους καθηγητές.
Παρακάτω παρατίθεται συνοπτικά η ιστορία της κλοπής των Μαρμάρων και οι ορισμένες από τις κινήσεις για την επιστροφή τους, στην Ελλάδα.
Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, είναι μία συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών, τα οποία μεταφέρθηκαν στηΒρετανία το 1806 από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803. Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια, κατάφερε και απέκτησε φιρμάνι από τον Οθωμανό Σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό την μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους. Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816. Το οθωμανικό φιρμάνι, που κατέχει το Βρετανικό Μουσείο δεν φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Σουλτάνου ή τη συνήθη επίκληση στο Θεό, και χωρίς αυτά, ο Έλγιν και συνεπώς το Βρετανικό Μουσείο δεν έχουν καμία νομική απόδειξη της κυριότητας των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα – Ελγίνεια Μάρμαρα – Elgin Marbles ….You Tube
Η Κλοπή των μαρμάρων
Το 1800 ο διπλωμάτης Τόμας Μπρους, έστειλε στην Αθήνα ομάδα καλλιτεχνών υπό τον Ιταλό ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι προκειμένου να σχεδιάσουν και να λάβουν εκμαγεία από τα γλυπτά και τα μνημεία της Ακρόπολης. Με αυτά ο Ελγιν σκόπευε να διακοσμήσει την έπαυλη που κατασκεύαζε τότε στη γενέτειρά του, τη Σκωτία.
Κι ενώ ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν τη δουλειά τους, οι φήμες για προετοιμασία στρατιωτικής δράσης των Γάλλων, τους ανάγκασαν να αποχωρήσουν. Όχι για πολύ όμως, γιατί ο Έλγιν κατάφερε να πάρει φιρμάνι (διάταγμα του σουλτάνου στο οποίο δεν μπορεί να φέρει κανείς αντίρρηση) και οι απεσταλμένοι του συνέχισαν τις εργασίες τους. Αυτήν τη φορά είχαν και τη γραπτή έγκριση του σουλτάνου που επέτρεπε -μεταξύ άλλων- να πάρουν και «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά». Τελικά, απέσπασαν μία από τις έξι Καρυάτιδες που κοσμούν το Ερέχθειο της Ακρόπολης, ενώ ενθουσιάστηκαν στη σκέψη να μεταφέρουν ολόκληρο το οικοδόμημα στην Αγγλία. Η ομορφιά των αγαλμάτων τούς γοήτευσε τόσο, που πίστευαν ότι δεν πρόκειται για «αληθινά αγάλματα» αλλά για αληθινές γυναίκες που τους είχαν κάνει μάγια. Στην ιδέα ενθουσιάστηκε και ο ίδιος ο Έλγιν. Για κακή του τύχη όμως δεν βρέθηκε διαθέσιμο καράβι, οπότε τα σχέδια μεταφοράς του οικοδομήματος ναυάγησαν. Ταυτόχρονα, με άφθονα δώρα προς τους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας, και με δωροδοκίες και εξαπατήσεις, ο Έλγιν έπεισε τους Τούρκους της Αθήνας να σιωπήσουν, όσο τα συνεργεία του αφαιρούσαν τα τμήματα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα. Έκτοτε και έως το 1804 η ομάδα του Έλγιν αποκαθήλωσε τμηματικά 56 λίθους της ζωφόρου, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετώπες, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο, τα οποία μετέφερε σταδιακά στην Αγγλία.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1802 τα ιερά μνημεία φορτώνονται σε αγγλικά καράβια και αναχωρούν με κατεύθυνση τη Μάλτα και τελικό προορισμό την έπαυλη του Λόρδου στην Αγγλία. Ένα εξ αυτών όμως, το μπρίκι «Μέντωρ» βυθίζεται 2 το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου (5ης με το παλαιό ημερολόγιο) σε βάθος 22-24 μ. και μαζί με αυτό και τα 16 μεγάλα ξύλινα κιβώτια που περιείχαν 14 τμήματα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα και τέσσερα από αυτήν του ναού της Απτέρου Νίκης, καθώς και άλλα μεμονωμένα σπαράγματα και μέρη αγαλμάτων (μαρμάρινα μπούστα, τον μαρμάρινο Θρόνο του Πρυτάνεως, σφονδύλους κ.ά.), τα οποία είχε αποσπάσει το συνεργείο του Έλγιν. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Σκωτσέζος Γουίλιαμ Εγκλεν, ενώ σε αυτό επέβαιναν 12 άτομα, μεταξύ των οποίων ο γραμματέας του Έλγιν, Γουίλιαμ Χάμιλτον, ο λοχαγός Πυροβολικού Τζον Σκουάιρ και ο τοπογράφος και αρχαιολόγος Γουίλιαμ Λικ, στον οποίο ανήκε το περιεχόμενο των τεσσάρων κιβωτίων.
Αμέσως μετά το ναυάγιο, ο Χάμιλτον υπέγραψε στα Κύθηρα συμβόλαιο με πέντε Καλύμνιους δύτες, με αμοιβή 7.000 γρόσια. Στο συμβόλαιο αυτό προσαρτήθηκε κατάλογος των αντικειμένων που θα έπρεπε να ανασυρθούν από τον βυθό (άγκυρες, τηλεβόλα, πυρομαχικά, κασέλες, πηδάλια, ιστία, πανιά κ.λπ.), στον οποίο περιλαμβάνονταν επίσης «16 κάσες με μάρμαρα» και «ένα κάθισμα μαρμάρινο». Ακόμη, υπήρχε ειδικός όρος ότι οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο εντοπιζόταν θα αποτελούσε ιδιοκτησία του Χάμιλτον. Ο τελευταίος αυτός όρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι, μετά το τέλος των εργασιών ανέλκυσης των γλυπτών του Έλγιν, ανασύρθηκαν και παραδόθηκαν στον Χάμιλτον και άλλα γλυπτά που δεν ανήκαν στον συγκεκριμένο κατάλογο.
Χρειάστηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια και 50.000 λίρες (τα τελευταία χρήματα του Λόρδου) για να ανασυρθούν από τα βάθη της θάλασσας και να καταλήξουν, ταλαιπωρημένα και κατεστραμμένα, στην κατοχή του Έλγιν.
Έτσι ξεκινάει και η πτώση του Έλγιν, ο οποίος για να εξοικονομήσει χρήματα, αναγκάζεται να πουλήσει στην Αγγλική κυβέρνηση ό,τι μετέφερε από την Αθήνα και μάλιστα στη μισή τιμή. Από τότε, από το 1816, επισκέπτες από όλον τον κόσμο, μπορούν να τα θαυμάσουν στο Βρετανικό Μουσείο.
Η ανάγκη επιστροφής τους στην Ελλάδα
Από τους πρώτους που καταδίκασαν την παράνομη αποκοπή των μαρμάρων, ήταν ο Λόρδος Βύρων και ο Sir John Newport, και οι δύο Άγγλοι, οι οποίοι θεώρησαν την πράξη του Έλγιν κατάφωρη προσβολή και κακοποίηση του ελληνικού πολιτισμού. Από πολύ νωρίς όμως και στην Ελλάδα, ο Αλεξανδρινός μας ποιητής, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, μέσα από δύο κείμενά του, διεκδίκησε την επιστροφή των μαρμάρων στη βάση τους. Οι άνθρωποι του Έλγιν, ανέφερε, απέσπασαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα όχι με τη συγκατάθεση των Ελλήνων, αλλά από τους δυνάστες τους, τους Τούρκους, χωρίς καμία συμφωνία, με μηδαμινό χρηματικό αντίτιμο και μάλιστα καταστρέφοντας το υπόλοιπο μνημείο.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην εφημερίδα Times, υπήρχαν αρκετά αφιερώματα που προσέγγιζαν θετικά το ενδεχόμενο επιστροφή τους στην Ελλάδα, αλλά έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του τότε πρωθυπουργού της Αγγλίας, Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Στη Μελίνα Μερκούρη εντοπίζονται οι πρώτες συντονισμένες απόπειρες επιστροφής των μαρμάρων, όταν ως Υπουργός Πολιτισμού, ενστερνίστηκε και υπερασπίστηκε με σθένος την ιδέα αυτή, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στην πραγματοποίησή της. Ο λόγος της στο Oxford Union του 1986, ένας λόγος χειμαρρώδης, μεστός νοημάτων και γεμάτος επιχειρήματα, αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς. Η Μελίνα ζούσε και ανέπνεε με την ελπίδα ότι τα απομεινάρια της κλασικής αρχαιότητας θα επέστρεφαν στην χώρα που τα δημιούργησε. Φοβόταν βέβαια ότι μπορεί να μην προλάβαινε να χαρεί την επιστροφή τους, έλεγε όμως: «αν επιστρέψουν ενώ έχω πεθάνει, σίγουρα θα αναστηθώ!».
Έκτοτε το θέμα επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη τόσο των πολιτικών όσο και των καθημερινών ανθρώπων που διψούν, ιδιαίτερα και μετά τη δημιουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, να δουν τα μάρμαρα στη χώρα τους. Ιδιαίτερα φέτος, χρονιά που συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη, τα γλυπτά του Παρθενώνα έχουν βρεθεί πολλές φορές στο προσκήνιο τόσο με τις δηλώσεις του ηθοποιού Τζόρτζ Κλούνεϊ όσο και μέσα από πρωτότυπες καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες.