Η ιστορία των Οχυρών μετά τον πόλεμο.
Με τα Οχυρά ασχολήθηκαν πρώτοι οι Γερμανοί κατακτητές, οι οποίοι επί δύο χρόνια μελέτησαν τα έργα με ειδικά στρατιωτικά και τεχνικά κλιμάκια. Από αναφορές τους μαθαίνουμε ότι αξιοποίησαν την υποδειγματική στρατηγική και κατασκευαστική αρτιότητα τους.
Κατά την διάρκεια της κατοχής οι Βούλγαροι προσπάθησαν να απενεργοποιήσουν τη Γραμμή Μεταξά ανατινάζοντας πολλά επιφανειακά έργα. Επίσης, επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τον πλούσιο σε χάλυβα οπλισμό του σκυροδέματος. Όμως, σύντομα διαπίστωσαν ότι το κόστος των εκρηκτικών ήταν πολλαπλάσιο του κέρδους από τον χάλυβα. Το γεγονός αυτό επαληθεύει τη διαπίστωση ότι η ποιότητα και η ποσότητα των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή αυτών των έργων ήταν εξαιρετική και υποδειγματική για εκείνη την εποχή.
Μετά την απελευθέρωση κα τη λήξη του εμφυλίου πολέμου πολλά από τα έργα της Γραμμής Μεταξά παρέμειναν οχυρωματικές εγκαταστάσεις περιφρούρησης των βορείων συνόρων της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ο Ελληνικός Στρατό σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, αναμόρφωσε τα έργα, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες μορφές πολέμου, με επεμβάσεις και προσαρμογές για τη χρήση σύγχρονων όπλων. Τα υπόγεια θα αποτελούσαν και ασφαλείς χώρους επιχειρήσεων σε περίπτωση διεξαγωγής πυρηνικού ή χημικού πολέμου. Η ύπαρξη τους στα σύνορα του Δυτικού και Ανατολικού Κόσμου συνέβαλε στην θωράκιση της χώρας στον τότε επικείμενο κίνδυνο από Βορρά, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την συμφιλίωση των χωρών της Βαλκανικής σε ένα νέο κλίμα διεθνών σχέσεων και συνεργασίας, τα έργα της Γραμμής Μεταξά σιγά-σιγά έχασαν τον προηγούμενο ρόλο τους. Έκτοτε παραμένουν σημεία μνήμης και θαυμασμού ενός ηρωικού και επώδυνου κομματιού της ελληνικής ιστορίας.
To δυστύχημα σήμερα είναι ότι πολλά από τα Οχυρά λεηλατούνται εγκαταλελειμμένα στη φθορά του χρόνου.