Ο ποταμός του Ηροδότου στη σπηλιά
Λένε πως ο ποταμός Αγγίτης , στη Δράμα είναι το μεγαλύτερο γνωστό ποτάμι μέσα σε σπήλαιο (καρστικός αγωγός επί το επιστημονικότερον) στην Ελλάδα ίσως και στα Βαλκάνια. Το σπήλαιο των πηγών του Αγγίτη είναι ένα μοναδικό θαύμα της φύσης το οποίο αναφέρεται για πρώτη από τον ιστορικό Ηρόδοτο, ως παραπόταμος του Στρυμόνα. Το όνομά του είναι μάλλον θρακικό και μοιάζει με το Αγγίτη όπως έλεγαν στη Θράκη τη θεά Άρτεμη. Στην μυθολογία εδώ, στην κοιλάδα του Αγγίτη – τότε λεγόταν Νύσσιον πεδίον – ήταν που η Περσεφόνη μύρισε τον νάρκισσο και ξεπετάχτηκε ο Πλούτωνας με το άρμα του, την άρπαξε και την τράβηξε στα σκοτεινά του παλάτια στον Κάτω Κόσμο. Κι ο ποταμός χάνεται μέσα στη γη, σε ένα σκοτεινό σπήλαιο, όπως η έρμη η Περσεφόνη.
Η πρώτη απόπειρα εξερεύνησης του σπηλαίου έγινε το 1952 από το ζεύγος Πετροχείλου. Η συστηματική του εξερεύνηση όμως ξεκίνησε το 1978 από Γάλλους σπηλαιολόγους και την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρία. Το σπήλαιο δημιουργήθηκε περίπου πριν από 30.000 χρόνια, όταν τα ασβεστολιθικά πετρώματα του Φαλακρού «άνοιξαν» από την μεγάλη δύναμη του νερού. Έχει μήκος 15 χλμ., και μέσω του Αγγίτη αποστραγγίζονται τα νερά της λεκάνης του Κάτω Νευροκοπίου, που βρίσκεται 412 μ. ψηλότερα.
Η περιήγηση στο σπήλαιο ξεκινάει από μια τεχνητή στοά, στην είσοδο της οποίας βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ηλικίας 30.000 χρόνων από μαμούθ, ελέφαντες, δασύτριχους ρινόκερους, άλογα και άλλα ζώα. Κάποια από αυτά εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο Δράμας.
Η στοά οδηγεί στην πρώτη αίθουσα που ονομάζεται «Πλατεία» και είναι το σημείο από όπου ξεκινάει η περιήγηση στο σπήλαιο. Η θερμοκρασία του σπηλαίου είναι σταθερά στους 17 βαθμούς Κελσίου και του νερού στους 13 βαθμούς, ενώ υγρασία κυμαίνεται στο 65%. Η διαδρομή έχει μήκος 500 μ. και γίνεται εξ ολοκλήρου επάνω σε τεχνητή μεταλλική γέφυρα, που περνάει πάνω από την κοίτη του ποταμού (έχουν εξερευνηθεί άλλα 10 χλμ, που όμως δεν έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά). Κατά την διάρκεια του περιπάτου υπάρχουν εντυπωσιακοί σχηματισμοί σταλακτιτών και σταλαγμιτών.
Η περιήγηση συνεχίζεται στην «Αίθουσα του Μύλου» ή σπήλαιο Μάαρα, το σημείο από όπου ξεκίνησε η εξερεύνηση του σπηλαίου, όταν οι ερευνητές πέρασαν υποβρυχίως ένα σιφόνι 70 μέτρων για να φτάσουν στο κυρίως σπήλαιο. Το όνομα Μάαρα είναι μάλλον αραβικής προελεύσεως. Ο Cousinery αναφερόμενος σε αυτήν την αίθουσα, την ονόμασε «Νυμφαίον» καθώς πίστευε πως προοριζόταν για την λατρεία θεών των υδάτων. Η σύγχρονη ονομασία του οφείλεται στον μεγάλο υδροτροχό που χρησίμευε για την υδροδότηση των γύρω χωριών.